- τρυλίζω
- τρῡλ-ίζω,A gurgle, of the bowels, Hp.Int.6 (τρυλλίζει, v.l. τρύζει); of the cry of a quail, Poll.5.89.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυλίζει — τρυλίζω gurgle pres ind mp 2nd sg τρυλίζω gurgle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτρύλιζον — τρυλίζω gurgle imperf ind act 3rd pl τρυλίζω gurgle imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυλίζειν — τρυλίζω gurgle pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυλισμός — ὁ, Α [τρυλίζω] (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργούρισμα … Dictionary of Greek
ἐνετρύλισεν — ἐν τρυλίζω gurgle aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυλίζειν — ἐν τρυλίζω gurgle pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)